ἐξεπιστέατο

ἐξεπιστέατο
ἐξεπίσταμαι
know thoroughly
imperf ind mp 3rd pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξεπίσταμαι — ἐξεπίσταμαι (Α) 1. γνωρίζω καλά («μᾱλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῡ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) 2. γνωρίζω απ έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”